pay
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pay | pays |
pay (en)
Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | pay |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | pays |
αόριστος | paid |
παθητική μετοχή | paid |
ενεργητική μετοχή | paying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
pay (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- pay a visit: κάνω επίσκεψη, επισκέπτομαι κάποιον
- pay cash: πληρώνω με μετρητά
- pay for
- pay back
- pay off
- pay attention