• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

pay

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Παράγωγες λέξεις
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Εκφράσεις

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pay pays

pay (en)

  1. πληρωμή
  2. αμοιβή

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  • payload

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας pay
γ΄ ενικό ενεστώτα pays
αόριστος paid
παθητική μετοχή paid
ενεργητική μετοχή paying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

pay (en)

  • πληρώνω

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • pay a visit: κάνω επίσκεψη, επισκέπτομαι κάποιον
  • pay cash: πληρώνω με μετρητά
  • pay for
  • pay back
  • pay off
  • pay attention
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=pay&oldid=4625895"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Απριλίου 2020, στις 14:12

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Απριλίου 2020, στις 14:12.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie