Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pay pays

pay (en)

  1. πληρωμή
  2. αμοιβή

Παράγωγα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας pay
γ΄ ενικό ενεστώτα pays
αόριστος paid
παθητική μετοχή paid
ενεργητική μετοχή paying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

pay (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πληρώνω για κάτι
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφέρω, παράγω κέρδος· έχει ως αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για κάποιον
    His investments pay 10%/a good interest rate.
    Οι επενδύσεις του του αποφέρουν 10%/καλό τόκο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη yield
  3. (αμετάβατο) πληρώνω για κάτι που έκανα, τιμωρούμαι

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία