Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pay pays

pay (en)

  1. πληρωμή
  2. αμοιβή

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας pay
γ΄ ενικό ενεστώτα pays
αόριστος paid
παθητική μετοχή paid
ενεργητική μετοχή paying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

pay (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πληρώνω, δίνω σε κάποιον χρήματα για δουλειά, αγαθά, υπηρεσίες κτλ.
    ⮡  How much did you pay for it?
    Πόσο το πλήρωσες;
    ⮡  The repairs aren’t paid for yet.
    Οι επισκευές δεν πληρώθηκαν ακόμα.
    ⮡  The power, internet, and rent are all paid.
    ΔΕΗ, ΚΟΣΜΟΤΕ, νοίκι είναι όλα πληρωμένα.
  2. (μεταβατικό) πληρώνω, δίνω σε κάποιον χρήματα που του χρωστάω
    ⮡  I will pay what I owe.
    Θα πληρώσω ό,τι οφείλω.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) πληρώνω, για έναν εργοδότη ή μια δουλειά που δίνει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για την εργασία που κάνει κάποιος
    ⮡  I am paid every Friday/on Fridays.
    Πληρώνομαι κάθε Παρασκευή.
    ⮡  That’s what you are paid for!/That’s why you are paid!
    Για αυτό πληρώνεσαι!
  4. (μεταβατικό) δίνω, κάνω, χρησιμοποιείται με μερικά ουσιαστικά για να δείξω ότι δίνω ή κάνω το πράγμα που αναφέρεται
    ⮡  I am paying attention.
    Δίνω προσοχή.
    ⮡  We paid a visit.
    Κάναμε επίσκεψη.
    ⮡  I paid him a compliment.
    Του έκανα φιλοφρόνηση.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφέρω, αποδίδω, παράγω κέρδος· έχει ως αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για κάποιον
    ⮡  His investments pay 10%/a good interest rate.
    Οι επενδύσεις του του αποφέρουν 10%/καλό τόκο.
    ⮡  Livestock farming does not pay.
    Η κτηνοτροφία δεν αποδίδει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη yield
  6. (αμετάβατο) πληρώνω για κάτι που έκανα, τιμωρούμαι
    ⮡  He paid dearly for his recklessness.
    Πλήρωσε ακριβά την απερισκεψία του.

Εκφράσεις

επεξεργασία