repay
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | repay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | repays |
αόριστος | repaid |
παθητική μετοχή | repaid |
ενεργητική μετοχή | repaying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrepay (en)
- ξεπληρώνω χρήματα (χρέος, υποχρέωση)
- ανταποδίδω, ξεπληρώνω, κάνω το ίδιο ή κάτι ανάλογο προς κάτι που μου έκανε κάποιος άλλος
- ⮡ I repay the favor.
- Ανταποδίδω την εξυπηρέτηση.
- ⮡ Some day I will repay you for the good you have done for me.
- Kάποια μέρα θα σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες.
- ≈ συνώνυμα: pay back (για κάτι κακό), → και δείτε τη λέξη reciprocate
- ⮡ I repay the favor.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 74. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανταποδίδω