refund
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
refund | refunds |
refund (en)
- η επιστροφή των χρημάτων
- ⮡ I demand a refund.
- Απαιτώ επιστροφή των χρημάτων μου.
- ≈ συνώνυμα: rebate, reimbursement
- ⮡ I demand a refund.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | refund |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refunds |
αόριστος | refunded |
παθητική μετοχή | refunded |
ενεργητική μετοχή | refunding |
refund (en)
- επιστρέφω δαπανηθέντα χρήματα
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 328. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιστρέφω, επιστροφή