Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαπανηθείς
δαπανηθέντας
η δαπανηθείσα το δαπανηθέν
      γενική του δαπανηθέντος
δαπανηθέντα
της δαπανηθείσας
δαπανηθείσης*
του δαπανηθέντος
    αιτιατική τον δαπανηθέντα τη δαπανηθείσα το δαπανηθέν
     κλητική δαπανηθείς
δαπανηθέντα
δαπανηθείσα δαπανηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαπανηθέντες οι δαπανηθείσες τα δαπανηθέντα
      γενική των δαπανηθέντων των δαπανηθεισών των δαπανηθέντων
    αιτιατική τους δαπανηθέντες τις δαπανηθείσες τα δαπανηθέντα
     κλητική δαπανηθέντες δαπανηθείσες δαπανηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαπανηθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του δαπανώ

  Μετοχή επεξεργασία

δαπανηθείς

  1. που δαπανήθηκε, που ξοδεύτηκε (όχι για έμψυχα)
    το δαπανηθέν ποσό
    η δαπανηθείσα ποσότητα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία