δαπανώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δαπανώ < αρχαία ελληνική δαπανάω, -ῶ
ΡήμαΕπεξεργασία
δαπανώ, πρτ.: δαπανούσα, στ.μέλλ.: θα δαπανήσω, αόρ.: δαπάνησα, παθ.φωνή: δαπανώμαι, μτχ.π.π.: δαπανημένος
- καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό για την αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών
- (μεταφορικά) σπαταλώ, καταναλώνω ένα αγαθό χωρίς σκοπό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δαπανώ
→ δείτε τη λέξη ξοδεύω |