ξοδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξοδεύω < μεσαιωνική ελληνική ξοδεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐξοδεύω < ἔξοδος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξοδεύω
- χρησιμοποιώ ένα αγαθό για να ικανοποιήσω μια ανάγκη, το κάνω να εξάντληθει
- ξοδέψαμε όλο το ζεστό νερό
- πληρώνω και εξαντλώ ένα ποσό για κάτι που θέλω
- κάθε βράδυ ξοδεύει μια περιουσία
- (γενικότερα) χρησιμοποιώ τις δυνάμεις, το χρόνο, τις σκέψεις μου, για να πετύχω κάτι που επιθυμώ
- (για μηχάνημα) καταναλώνω ενέργεια, βενζίνη, ηλεκτρισμό κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρησιμοποιώ ένα αγαθό...το κάνω να εξάντληθει