Ετυμολογία

επεξεργασία

ξοδιάζω, αόρ.: ξόδιασα, παθ.φωνή: ξοδιάζομαι, π.αόρ.: ξοδιάστηκα, μτχ.π.π.: ξοδιασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία