Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξοδιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐξοδιάζω[1] < ἔξοδος

ἐξοδιάζω

  1. (μεταβατικό)
    1. ξοδεύω
      (και μεταφορικά) ξοδεύω χρόνο, χρησιμοποιώ κάτι
      (μέση διάθεση: ἐξοδιάζομαι): θυσιάζομαι
    2. βάζω κάποιον σε έξοδα
    3. κηδεύω, μεταφέρω νεκρό στον τόπο ταφής του
  2. (αμετάβατο) κάνω έξοδα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἐξοδιάζω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξοδιάζω < ἔξοδος (ἐξοδ-) + -ιάζω ( < -άζω)

ἐξοδιάζω (παθητική φωνή ἐξοδιάζομαι) (ελληνιστική κοινή)

  1. σκορπάω
  2. αποπληρώνω, πληρώνω, καταβάλω έξοδα
    ※  3ος/2ος αιώνας πκε Παλαιά Διαθήκη,Βασιλειών Δ' , κεφ. 12.12, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    καὶ τοῖς τειχισταῖς καὶ τοῖς λατόμοις τῶν λίθων, τοῦ κτήσασθαι ξύλα καὶ λίθους λίθους λατομητοὺς τοῦ κατασχεῖν τὸ βέδεκ οἴκου Κυρίου, εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ κραταιῶσαι.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία