Δείτε επίσης: κήδομαι

Ετυμολογία

επεξεργασία

κηδεύω, αόρ.: κήδεψα, παθ.φωνή: κηδεύομαι, π.αόρ.: κηδεύτηκα, μτχ.π.π.: κηδεμένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα