Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κηδεύω
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
κήδομαι
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
κηδεύω
από το αρχαιοελληνικό
κῆδος
= φροντίδα, θλίψη, πένθος και την κατάληξη
-εύω
Ρήμα
Επεξεργασία
κηδεύω
φροντίζω, ενταφιάζω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
κηδεύω
αγγλικά
:
bury
(en)
ιταλικά
:
seppellire
(it)