κηδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηδεύω < κήδομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐δεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακηδεύω, αόρ.: κήδεψα, παθ.φωνή: κηδεύομαι, π.αόρ.: κηδεύτηκα, μτχ.π.π.: κηδεμένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κηδεύω | κήδευα | θα κηδεύω | να κηδεύω | κηδεύοντας | |
β' ενικ. | κηδεύεις | κήδευες | θα κηδεύεις | να κηδεύεις | κήδευε | |
γ' ενικ. | κηδεύει | κήδευε | θα κηδεύει | να κηδεύει | ||
α' πληθ. | κηδεύουμε | κηδεύαμε | θα κηδεύουμε | να κηδεύουμε | ||
β' πληθ. | κηδεύετε | κηδεύατε | θα κηδεύετε | να κηδεύετε | κηδεύετε | |
γ' πληθ. | κηδεύουν(ε) | κήδευαν κηδεύαν(ε) |
θα κηδεύουν(ε) | να κηδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κήδεψα | θα κηδέψω | να κηδέψω | κηδέψει | ||
β' ενικ. | κήδεψες | θα κηδέψεις | να κηδέψεις | κήδεψε | ||
γ' ενικ. | κήδεψε | θα κηδέψει | να κηδέψει | |||
α' πληθ. | κηδέψαμε | θα κηδέψουμε | να κηδέψουμε | |||
β' πληθ. | κηδέψατε | θα κηδέψετε | να κηδέψετε | κηδέψτε | ||
γ' πληθ. | κήδεψαν κηδέψαν(ε) |
θα κηδέψουν(ε) | να κηδέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κηδέψει | είχα κηδέψει | θα έχω κηδέψει | να έχω κηδέψει | ||
β' ενικ. | έχεις κηδέψει | είχες κηδέψει | θα έχεις κηδέψει | να έχεις κηδέψει | έχε κηδεμένο | |
γ' ενικ. | έχει κηδέψει | είχε κηδέψει | θα έχει κηδέψει | να έχει κηδέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κηδέψει | είχαμε κηδέψει | θα έχουμε κηδέψει | να έχουμε κηδέψει | ||
β' πληθ. | έχετε κηδέψει | είχατε κηδέψει | θα έχετε κηδέψει | να έχετε κηδέψει | έχετε κηδεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κηδέψει | είχαν κηδέψει | θα έχουν κηδέψει | να έχουν κηδέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κηδεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κηδεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κηδεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κηδεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κηδεύομαι | κηδευόμουν(α) | θα κηδεύομαι | να κηδεύομαι | ||
β' ενικ. | κηδεύεσαι | κηδευόσουν(α) | θα κηδεύεσαι | να κηδεύεσαι | κηδεύου | |
γ' ενικ. | κηδεύεται | κηδευόταν(ε) | θα κηδεύεται | να κηδεύεται | ||
α' πληθ. | κηδευόμαστε | κηδευόμαστε κηδευόμασταν |
θα κηδευόμαστε | να κηδευόμαστε | ||
β' πληθ. | κηδεύεστε | κηδευόσαστε κηδευόσασταν |
θα κηδεύεστε | να κηδεύεστε | κηδεύεστε | |
γ' πληθ. | κηδεύονται | κηδεύονταν κηδευόντουσαν |
θα κηδεύονται | να κηδεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κηδεύτηκα | θα κηδευτώ | να κηδευτώ | κηδευτεί | ||
β' ενικ. | κηδεύτηκες | θα κηδευτείς | να κηδευτείς | κηδέψου | ||
γ' ενικ. | κηδεύτηκε | θα κηδευτεί | να κηδευτεί | |||
α' πληθ. | κηδευτήκαμε | θα κηδευτούμε | να κηδευτούμε | |||
β' πληθ. | κηδευτήκατε | θα κηδευτείτε | να κηδευτείτε | κηδευτείτε | ||
γ' πληθ. | κηδεύτηκαν κηδευτήκαν(ε) |
θα κηδευτούν(ε) | να κηδευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κηδευτεί | είχα κηδευτεί | θα έχω κηδευτεί | να έχω κηδευτεί | κηδεμένος | |
β' ενικ. | έχεις κηδευτεί | είχες κηδευτεί | θα έχεις κηδευτεί | να έχεις κηδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κηδευτεί | είχε κηδευτεί | θα έχει κηδευτεί | να έχει κηδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κηδευτεί | είχαμε κηδευτεί | θα έχουμε κηδευτεί | να έχουμε κηδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κηδευτεί | είχατε κηδευτεί | θα έχετε κηδευτεί | να έχετε κηδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κηδευτεί | είχαν κηδευτεί | θα έχουν κηδευτεί | να έχουν κηδευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κηδεύω
→ δείτε τη λέξη ενταφιάζω |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κηδεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηδεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.