Δείτε επίσης: κηδεστία

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηδεία οι κηδείες
      γενική της κηδείας των κηδειών
    αιτιατική την κηδεία τις κηδείες
     κλητική κηδεία κηδείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κηδεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κηδεία < αρχαία ελληνική κηδεία < κηδεύω < κῆδος (φροντίδα)

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐δεί‐α

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

κηδεία θηλυκό

  1. η θρησκευτική ή πολιτική τελετή που συνοδεύει την ταφή ενός νεκρού
    άλλες μορφές: κήδευση
     συνώνυμα: εξόδιος, εξόδιο, ξόδι
  2. (μεταφορικά, οικείο, μειωτικό) χαρακτηρισμός για βαρετό ή αποτυχημένο πρόσωπο ή κατάσταση

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Σύνθετα Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηδεί αἱ κηδεῖαι
      γενική τῆς κηδείᾱς τῶν κηδειῶν
      δοτική τῇ κηδεί ταῖς κηδείαις
    αιτιατική τὴν κηδείᾱν τὰς κηδείᾱς
     κλητική ! κηδεί κηδεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηδεί
γεν-δοτ τοῖν  κηδείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κηδεία < κηδ(εύω) + -εία

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

κηδεία θηλυκό

  1. συγγένεια από γάμο
  2. κηδεία

  Πηγές Επεξεργασία