Δείτε επίσης: κηδεστία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηδεία οι κηδείες
      γενική της κηδείας των κηδειών
    αιτιατική την κηδεία τις κηδείες
     κλητική κηδεία κηδείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηδεί αἱ κηδεῖαι
      γενική τῆς κηδείᾱς τῶν κηδειῶν
      δοτική τῇ κηδεί ταῖς κηδείαις
    αιτιατική τὴν κηδείᾱν τὰς κηδείᾱς
     κλητική ! κηδεί κηδεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηδεί
γεν-δοτ τοῖν  κηδείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κηδεία < κηδ(εύω) + -εία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηδεία θηλυκό

  1. συγγένεια από γάμο
  2. κηδεία