κῆδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κηδεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | κῆδος | τὰ | κήδη - κήδεᾰ | |
γενική | τοῦ | κήδους - κήδεος | τῶν | κηδῶν - κηδέων | |
δοτική | τῷ | κήδει - κήδεῐ̈ | τοῖς | κήδεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | κῆδος | τὰ | κήδη - κήδεα | |
κλητική ὦ! | κῆδος | κήδη - κήδεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κήδει - κήδεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κηδοῖν - κηδέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κῆδος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακῆδος ουδέτερο
- η φροντίδα
- η αγωνία, η θλίψη
- (ειδικότερα) το πένθος για τον νεκρό, η τελετή της ταφής
- η συγγένεια εξ αγχιστείας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κηδ-
κηδ-
παράγωγα και σύνθετα
- ἀκήδεια
- ἀκήδεστος
- ἀκήδευτος
- ἀκηδέω
- ἀκηδής
- ἀκηδία
- ἀκηδιαστής
- ἀκηδιάω / ἀκηδιῶ
- ἀνακηδής
- ἀντικηδεύω
- ἀποκηδεύω
- ἀποκηδέω
- ἀποκηδής
- ἀρθροκηδής
- βαρυκηδής
- δημοκηδής
- Δημοκήδης
- δυσκηδής
- ἐγκηδεύω
- ἐπικηδεία
- ἐπικήδειος
- ἐπικηδεύω
- ἐπικήδομαι
- κηδάζω
- κηδαίνω
- κηδεακός
- κηδεία
- κήδειος / κήδεος
- κηδεμονεύς
- κηδεμονεύω
- κηδεμονία
- κηδεμονικός
- κηδεμών / κηδεμονεύς
- κηδεστής
- κηδεστία
- κηδεστικός
- κηδέστρια
- κηδέστωρ
- κήδευμα
- κηδεύσιμος
- κήδευσις
- κηδευτής
- κηδεύω
- κηδήσων
- κήδιστος
- κηδόμενος
- κηδομένως
- κηδοσύνη
- κηδόσυνος
- κήδω & παράγωγα
- κηδωλός
- λαθικηδής
- Λεωκήδης
- νεοκηδής
- νηκηδής
- πανακηδής
- περικήδομαι
- πολυκήδεια
- πολυκηδής
- προκηδεύω
- προκήδομαι
- προσκηδής
- συγκηδεστής
- συγκηδεύω
- συνεγκηδεύω
- φιλοκηδεμών
- φιλοκηδής
- φρενοκηδής
Πηγές
επεξεργασία- κῆδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κῆδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.