κηδεμονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηδεμονικός < ελληνιστική κοινή κηδεμονικός < αρχαία ελληνική κηδεμών
Επίθετο
επεξεργασίακηδεμονικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κηδεμόνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κηδεμονικός
|