κηδεμόνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κηδεμόνας | οι | κηδεμόνες |
γενική | του του/της |
κηδεμόνα κηδεμόνος |
των | κηδεμόνων |
αιτιατική | τον/την | κηδεμόνα | τους/τις | κηδεμόνες |
κλητική | κηδεμόνα | κηδεμόνες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «κηδεμόνας». | ||||
Κατηγορία όπως «κηδεμόνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κηδεμόνας < αρχαία ελληνική κηδεμών
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ðeˈmo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐δε‐μό‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακηδεμόνας αρσενικό ή θηλυκό
- ο φυσικός γονέας ή άλλο άτομο που, κατά το νόμο, αναλαμβάνει να φροντίζει και να επιβλέπει ένα ανήλικο ή ένα πρόσωπο χωρίς αυτεξουσιότητα, να διαχειρίζεται την περιουσία του και να έχει τη ευθύνη της εκπροσώπησής του
- ≈ συνώνυμα: επιτηρητής, επίτροπος, προστάτης, φροντιστής
- → δείτε και τον όρο γονική μέριμνα
- (μεταφορικά, μειωτικό) αυτός που αναλαμβάνει να προστατεύει κάποιον άλλο, αλλά στην πραγματικότητα του επιβάλλει τη θέλησή του
- (ιατρική) ορθοπεδικό μηχάνημα που υποβοηθά την κινητική λειτουργία ή την αποκατάσταση κινητικού προβλήματος