επίτροπος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | επίτροπος | οι | επίτροποι |
γενική | του/της του |
επιτρόπου επίτροπου |
των | επιτρόπων |
αιτιατική | τον/την | επίτροπο | τους/τις | επιτρόπους |
κλητική | επίτροπε | επίτροποι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επίτροπος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἐπίτροπος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική commissaire. Αναλύεται σε επί- + τρόπος.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi.tɾo.pos/
- συλλαβισμός : ε‐πί‐τρο‐πος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επίτροπος αρσενικό ή θηλυκό
Επεξεργασία
- επιτροπεία
- επιτρόπευση
- επιτροπεύω
- επιτροπή
- επιτροπικός
- υποεπιτροπή
- → δείτε τις λέξεις επί και τρόπος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίτροπος