Δείτε επίσης: ἐπίτροπος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η επίτροπος οι επίτροποι
      γενική του/της
του
επιτρόπου
επίτροπου
των επιτρόπων
    αιτιατική τον/την επίτροπο τους/τις επιτρόπους
     κλητική επίτροπε επίτροποι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίτροπος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που έχει την επίσημη ευθύνη να διαχειρίζεται ή να διοικεί κάτι, είναι υπεύθυνος για κάποιον κ.λπ.
  2. (εκκλησιαστικός όρος) που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες ενός ναού
  3. εισαγγελέας σε στρατοδικείο ή ναυτοδικείο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία