επιτροπή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιτροπή | οι | επιτροπές |
γενική | της | επιτροπής | των | επιτροπών |
αιτιατική | την | επιτροπή | τις | επιτροπές |
κλητική | επιτροπή | επιτροπές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιτροπή < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιτροπή θηλυκό
- πολυμελές (συνήθως) διοικητικό όργανο που είτε έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες ή συγκροτείται για να μελετήσει κάτι και να προτείνει λύσεις
- η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος εκλέγεται από το συνέδριο
- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
- λέγεται ότι αν θέλεις να αναβάλεις κάτι, προτείνεις τη σύσταση μιας επιτροπής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιτροπή