στρατοδικείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατοδικείο < (καθαρεύουσα) στρατοδικεῖον < στρατο- + -δικείο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tribunal militaire > tribunal, militaire [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατοδικείο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, νομικός όρος) δικαστήριο που συγκροτείται από στρατοδίκες και εκδικάζει παραπτώματα στρατιωτικών ή, σε περίοδο που ισχύει στρατιωτικός νόμος, και πολιτών
- ⮡ το στρατοδικείο διακρίνεται σε τακτό και έκτακτο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στρατός και δίκη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρατοδικείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στρατοδικείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας