tribunal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtribunal (en)
- το δικαστήριο
- International Tribunal for the Law of the Sea - Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tʁi.by.nal/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
tribunal | tribunaux |
tribunal (fr) αρσενικό
- το δικαστήριο
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtribunal (ro) αρσενικό
- το δικαστήριο
Κλίση
επεξεργασία κλίση του tribunal
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un tribunal | tribunalul | nişte tribunali | tribunalii |
γενική | a unui tribunal | tribunalului | a unor tribunali | tribunalilor |
δοτική | unui tribunal | tribunalului | unor tribunali | tribunalilor |
αιτιατική | un tribunal | tribunalul | nişte tribunali | tribunalii |
κλητική | — | - | — | - |