↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δικαστήριο τα δικαστήρια
      γενική του δικαστηρίου
δικαστήριου
των δικαστηρίων
    αιτιατική το δικαστήριο τα δικαστήρια
     κλητική δικαστήριο δικαστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικαστήριο < αρχαία ελληνική δικαστήριον < δικάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δικαστήριο ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) το σώμα που αποτελείται από δικαστές και εκδικάζει μια υπόθεση
  2. ο τόπος όπου διεξάγεται μια δίκη

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • πηγαίνω στα δικαστήρια: κάνω αγωγή, μήνυση
  • προσφυγή σε δικαστήριο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία