ανήλικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανήλικος | η | ανήλικη | το | ανήλικο |
γενική | του | ανήλικου | της | ανήλικης | του | ανήλικου |
αιτιατική | τον | ανήλικο | την | ανήλικη | το | ανήλικο |
κλητική | ανήλικε | ανήλικη | ανήλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανήλικοι | οι | ανήλικες | τα | ανήλικα |
γενική | των | ανήλικων | των | ανήλικων | των | ανήλικων |
αιτιατική | τους | ανήλικους | τις | ανήλικες | τα | ανήλικα |
κλητική | ανήλικοι | ανήλικες | ανήλικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανήλικος < (ελληνιστική κοινή) ἀνήλικος < αν- στερητικό + ηλικία
Επίθετο
επεξεργασίαανήλικος
- που διανύει την παιδική ή την εφηβική ηλικία
- που, ανάλογα με τον νόμο, δεν έχει φτάσει ακόμα σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία
- ο Κυπριακός νόμος του 1995, περί Υιοθεσίας, θεωρεί ανήλικο κάθε πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ χρόνων