minor
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | minor |
συγκριτικός | more minor |
υπερθετικός | most minor |
minor (en)
- μικρός, μικρότερος, ασήμαντος, ελαφρός, όχι πολύ μεγάλο, σημαντικό ή σοβαρό
a minor operation - μικρή εγχείρηση
the minor planets - οι μικρότεροι πλανήτες
a minor error - ένα ασήμαντο λάθος
a minor headache - ελαφρός πονοκέφαλος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη insignificant
- (μουσική) ελάσσων, μινόρε
a minor tone - ελάσσων τόνος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
minor | minors |
minor (en)
- (νομικός όρος) ο ανήλικος
You are still a minor.
- Είσαι ακόμα ανήλικος.