παραθετικά
θετικός minor
συγκριτικός more minor
υπερθετικός most minor

minor (en)

  1. μικρός, μικρότερος, ασήμαντος, ελαφρός, όχι πολύ μεγάλο, σημαντικό ή σοβαρό
      a minor operation - μικρή εγχείρηση
      the minor planets - οι μικρότεροι πλανήτες
      a minor error - ένα ασήμαντο λάθος
      a minor headache - ελαφρός πονοκέφαλος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη insignificant
  2. (μουσική) ελάσσων, μινόρε
      a minor tone - ελάσσων τόνος

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
minor minors

minor (en)