μινόρε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μινόρε < (άμεσο δάνειο) ιταλική minore < λατινική minor < minuo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mi-nu < *mey- (μικρός, λίγος)
Επίθετο
επεξεργασίαμινόρε άκλιτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμινόρε ουδέτερο