Ετυμολογία

επεξεργασία
minuo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mi-nu < *mey (μικρός, λίγος)

minuo

  1. ελαττώνω, μικραίνω, μειώνω
  2. ευτελίζω
  3. συντρίβω