Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντρίβω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντρίβω < συν- + τρίβω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sinˈdɾi.ѵo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντρί‐βω
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τρί‐βω

  Ρήμα επεξεργασία

συντρίβω, αόρ.: συνέτριψα/σύντριψα, παθ.φωνή: συντρίβομαι, π.αόρ.: συντρίφτηκα/συνετρίβη3o, μτχ.π.π.: συντετριμμένος/συντριμμένος

  1. σπάω και διαλύω κάτι σε μικρά κομμάτια, πιέζοντάς το
     συνώνυμα: κομματιάζω, θρυμματίζω, συνθλίβω
  2. (μεταφορικά) εξοντώνω, καταστρέφω
  3. (μεταφορικά) καταρρακώνω, εξουθενώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντρίβω < συν- + τρίβω

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία