• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συντρίβω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συντρίβω < αρχαία ελληνική συντρίβω < συν- + τρίβω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /sinˈdɾi.ѵo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

συντρίβω

  1. σπάω και διαλύω κάτι σε μικρά κομμάτια, πιέζοντάς το
    ≈ συνώνυμα: κομματιάζω, θρυμματίζω, συνθλίβω
  2. (μεταφορικά) εξοντώνω, καταστρέφω
  3. (μεταφορικά) καταρρακώνω, εξουθενώνω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ασύντριπτος / ασύντριφτος
  • κατασυντρίβω
  • συντετριμμένος και συντριμμένος
  • συντριβή
  • σύντριμμα
  • συντρίμμι
  • συντριπτικά
  • συντριπτικός
  • → δείτε τις λέξεις συν και τρίβω

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • σιντριβάνι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    συντρίβω
  • αγγλικά : crush (en), devastate (en)
  • γαλλικά : dévaster (fr), écraser (fr), briser (fr)
  • ιταλικά : frantumare (it), annientare (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συντρίβω&oldid=5517788"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 03:03

Γλώσσες

    • English
    • Français
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 03:03.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie