σιντριβάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιντριβάνι | τα | σιντριβάνια |
γενική | του | σιντριβανιού | των | σιντριβανιών |
αιτιατική | το | σιντριβάνι | τα | σιντριβάνια |
κλητική | σιντριβάνι | σιντριβάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιντριβάνι < τουρκική şadırvan[1] + -ι[2] < οθωμανική τουρκική شادروان (shādirwān) < περσική شادروان (šādurvān)[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.dɾiˈva.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐ντρι‐βά‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιντριβάνι ουδέτερο
- κατασκευή που διακοσμεί πλατείες, πάρκα, κήπους κ.λ.π. και αποτελείται από μια μικρή λίμνη κι έναν τεχνητό πίδακα με ειδικό υδραυλικό σύστημα που εκτοξεύει νερό σε διάφορα ύψη.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σιντριβάνι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σιντριβάνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Με μετάθεση του [r] και υποχωρητική αφομοίωση [a-i] > [i-i])σιντριβάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Συχνά έχει γραφτεί με συν- από παρετυμολογική σύνδεση λόγω φωνητικής ομοιότητας με το συντρίβω.Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.