Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πίδακας οι πίδακες
      γενική του πίδακα των πιδάκων
    αιτιατική τον πίδακα τους πίδακες
     κλητική πίδακα πίδακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίδακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῖδαξ (θηλυκό) από την αιτιατική ενικού «τὴν πίδακα» αλλά με τροπή σε αρσενικό γένος κατά τα -αξ > -ακας όπως πίναξ > πίνακας [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpi.ða.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐δα‐κας
παρώνυμο: πίνακας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πίδακας αρσενικό

  1. η πηγή νερού στην οποία το νερό αναβλύζει προς τα πάνω
  2. (γενικότερα) κάθε ροή υγρού που εξέρχεται με δύναμη από κάποιο σημείο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία