πιδακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιδακίζω < πίδακας + -ίζω < αρχαία ελληνική πῖδαξ (θηλυκό)
Ρήμα
επεξεργασίαπιδακίζω
- για το νερό που αναβλύζει σχηματίζοντας πίδακα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιδακίζω | πιδάκιζα | θα πιδακίζω | να πιδακίζω | πιδακίζοντας | |
β' ενικ. | πιδακίζεις | πιδάκιζες | θα πιδακίζεις | να πιδακίζεις | πιδάκιζε | |
γ' ενικ. | πιδακίζει | πιδάκιζε | θα πιδακίζει | να πιδακίζει | ||
α' πληθ. | πιδακίζουμε | πιδακίζαμε | θα πιδακίζουμε | να πιδακίζουμε | ||
β' πληθ. | πιδακίζετε | πιδακίζατε | θα πιδακίζετε | να πιδακίζετε | πιδακίζετε | |
γ' πληθ. | πιδακίζουν(ε) | πιδάκιζαν πιδακίζαν(ε) |
θα πιδακίζουν(ε) | να πιδακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιδάκισα | θα πιδακίσω | να πιδακίσω | πιδακίσει | ||
β' ενικ. | πιδάκισες | θα πιδακίσεις | να πιδακίσεις | πιδάκισε | ||
γ' ενικ. | πιδάκισε | θα πιδακίσει | να πιδακίσει | |||
α' πληθ. | πιδακίσαμε | θα πιδακίσουμε | να πιδακίσουμε | |||
β' πληθ. | πιδακίσατε | θα πιδακίσετε | να πιδακίσετε | πιδακίστε | ||
γ' πληθ. | πιδάκισαν πιδακίσαν(ε) |
θα πιδακίσουν(ε) | να πιδακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιδακίσει | είχα πιδακίσει | θα έχω πιδακίσει | να έχω πιδακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιδακίσει | είχες πιδακίσει | θα έχεις πιδακίσει | να έχεις πιδακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιδακίσει | είχε πιδακίσει | θα έχει πιδακίσει | να έχει πιδακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιδακίσει | είχαμε πιδακίσει | θα έχουμε πιδακίσει | να έχουμε πιδακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιδακίσει | είχατε πιδακίσει | θα έχετε πιδακίσει | να έχετε πιδακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιδακίσει | είχαν πιδακίσει | θα έχουν πιδακίσει | να έχουν πιδακίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιδακίζω
|