Ετυμολογία

επεξεργασία
πιδακίζω < πίδακας + -ίζω < αρχαία ελληνική πῖδαξ (θηλυκό)

πιδακίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία