πιδάκισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιδάκισμα < πιδακίζω + -μα < πίδακας < αρχαία ελληνική πῖδαξ (θηλυκό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιδάκισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιδακίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιδάκισμα
|