↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῑδᾰκ-
ονομαστική πῖδαξ αἱ πίδακες
      γενική τῆς πίδακος τῶν πιδάκων
      δοτική τῇ πίδακ ταῖς πίδαξ(ν)
    αιτιατική τὴν πίδακ τὰς πίδακᾰς
     κλητική ! πῖδαξ πίδακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πίδακε
γεν-δοτ τοῖν  πιδάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πῖδαξ < πιδάω (αναβλύζω, ξεπηδώ)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πίδακας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πῖδαξ, -ακος θηλυκό

  • πηγή, πίδακας
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 825 (823-826)
    ὡς δ᾽ ὅτε σῦν ἀκάμαντα λέων ἐβιήσατο χάρμῃ, | ὥ τ᾽ ὄρεος κορυφῇσι μέγα φρονέοντε μάχεσθον | πίδακος ἀμφ᾽ ὀλίγης· ἐθέλουσι δὲ πιέμεν ἄμφω· | πολλὰ δέ τ᾽ ἀσθμαίνοντα λέων ἐδάμασσε βίηφιν·
    Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος | μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα, | ότι να πιουν θέλουν και οι δυο με λύσσαν, ώσπου ο χοίρος | ασκομαχώντας ξεψυχά στον λέοντ᾽ αποκάτω·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 198.2
    αὕτη δὲ ὁμοίη τῇ ἀρίστῃ γέων Δήμητρος καρπὸν ἐκφέρειν οὐδὲ οἶκε οὐδὲν τῇ ἄλλῃ Λιβύῃ· μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι, καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται·
    Ετούτη λοιπόν στην παραγωγή δημητριακών είναι στην ίδια σειρά με τις πρώτες και καλύτερες χώρες, και δε μοιάζει καθόλου με την υπόλοιπη Λιβύη· γιατί το χώμα της είναι μαύρο και παίρνει νερό από πηγές· και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε, πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 6, 26.2
    ἐν δὲ τούτῳ τῶν ψιλῶν τινας κατὰ ζήτησιν ὕδατος ἀποτραπέντας ἀπὸ τῆς στρατιᾶς εὑρεῖν ὕδωρ συλλελεγμένον ἔν τινι χαράδρᾳ οὐ βαθείᾳ, ὀλίγην καὶ φαύλην πίδακα·
    Στο μεταξύ μερικοί ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, που αποχωρίσθηκαν από τον στρατό προς αναζήτηση νερού, βρήκαν μέσα σε μια ρηχή χαράδρα μαζεμένο νερό, μια μικρή και ασήμαντη πηγή.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία