Δείτε επίσης: κρήνῃ, Κρήνη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρήνη οι κρήνες
      γενική της κρήνης των κρηνών
    αιτιατική την κρήνη τις κρήνες
     κλητική κρήνη κρήνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρήνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρήνη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρή‐νη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρήνη θηλυκό

  1. η βρύση
  2. η πηγή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία