Δείτε επίσης: κρήνῃ, κρήνη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρή‐νη
ομόηχο: κρήνη

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Κρήνη < κρήνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κρήνη οι Κρήνες
      γενική της Κρήνης των Κρηνών
    αιτιατική την Κρήνη τις Κρήνες
     κλητική Κρήνη Κρήνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κρήνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Κρήνη < λείπει η ετυμολογία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κρήνη οι Κρήνες
      γενική της Κρήνης των Κρηνών
    αιτιατική την Κρήνη τις Κρήνες
     κλητική Κρήνη Κρήνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κρήνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία