πηγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πηγή | οι | πηγές |
γενική | της | πηγής | των | πηγών |
αιτιατική | την | πηγή | τις | πηγές |
κλητική | πηγή | πηγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πηγή[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐γή
- ομόηχο: πυγή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηγή θηλυκό
- (γεωγραφία) φυσικό άνοιγμα στη γη από το οποίο αναβλύζει νερό
- ⮡ θερμές πηγές, ιαματικές πηγές, μεταλλικές πηγές
- τόπος ή σημείο από το οποίο κάτι προέρχεται ή έχει τις ρίζες του
- ⮡ η πηγή της νόσου ανιχνεύτηκε σε ένα αγρόκτημα...
- (μεταφορικά) η αιτία
- ⮡ Τα χρήματα μπορεί να μην είναι η πηγή της ευτυχίας, αλλά πρέπει τουλάχιστον να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες του καθενός.
- κείμενο ή πρόσωπο που διαδίδει πληροφορίες
- ⮡ Αναφέρθηκε σε συμπεράσματα από άλλα πειράματα χωρίς να βάλει την πηγή.
- (φυσική) source: ό,τι παράγει ήχο, φώς, ηλεκτρικό ρεύμα, κλπ.
- ※ πηγή εναλλασσόμενου ρεύματος, εφεδρική πηγή ισχύος, φωτεινή πηγή
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) source: συσκευή ή πρόγραμμα που παράγει σήμα, πληροφορία, ροή δεδομένων (data stream), κλπ.
- (ανατομία) καθεμιά από τις δύο μαλακές περιοχές στο κεφάλι του μωρού όπου τα οστά του κρανίου δεν είναι ενωμένα ακόμα πλήρως
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Κατηγορία:Λέξεις με συνθετικό 'πηγή' (νέα ελληνικά)
- Όροι με πηγή — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηγή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πηγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Πηγές
επεξεργασία- πηγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πηγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πηγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.