Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρουνός οι κρουνοί
      γενική του κρουνού των κρουνών
    αιτιατική τον κρουνό τους κρουνούς
     κλητική κρουνέ κρουνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρουνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρουνός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾuˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρου‐νός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρουνός αρσενικό

  1. βρύση που τοποθετείται συνήθως σε δρόμους για την παροχή μεγάλων ποσοτήτων νερού σε έκτακτες περιπτώσεις (π.χ. πυρκαγιές)
  2. (μεταφορικά) αφθονία παροχών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία