κρουνηδόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρουνηδόν < (ελληνιστική κοινή) κρουνηδόν < κρουνός + -ηδόν
Επίρρημα επεξεργασία
κρουνηδόν
- (για υγρό) που ρέει ορμητικά και σε ποσότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρουνηδόν
κρουνηδόν