-ηδόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ηδόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ηδόν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈðon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -η‐δόν
Επίθημα
επεξεργασία-ηδόν (λόγιο)
- επίθημα μετουσιαστικών επιρρημάτων που δηλώνει τον τρόπο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία -ηδόν
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ηδόν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ηδόν
Επίθημα
επεξεργασία-ηδόν
- επιρρηματική κατάληξη που εκφράζει τον τρόπο που δηλώνεται στην πρωτότυπη λέξη
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ηδόν < παρεκτεταμένος τύπος του -δόν (όπως ἀναφαν‑δόν) από επανανάλυση περιπτώσεων με το ⟨η⟩ στη βάση (όπως ἀγελη‑δόν > ἀγελ‑ηδόν)[1]
Επίθημα
επεξεργασία-ηδόν
- επιρρηματική κατάληξη που δηλώνει τον τρόπο που εκφράζεται στην πρωτότυπη λέξη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ηδόν στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ηδόν @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.