Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλοτσηδόν < κλότσος + -ηδόν

  Επίρρημα επεξεργασία

κλοτσηδόν

  1. με δυνατές κλοτσιές
  2. (κατ’ επέκταση) με βίαιο τρόπο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία