Ετυμολογία

επεξεργασία
σωρηδόν < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωρηδόν < αρχαία ελληνική σωρ(ός) + -ηδόν

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /so.ɾiˈðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σω‐ρη‐δόν

  Επίρρημα

επεξεργασία

σωρηδόν (τροπικό επίρρημα)

  • κατά σωρούς, άτακτα και σε ποσότητες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωρηδόν < αρχαία ελληνική σωρ(ός) + -ηδόν

  Επίρρημα

επεξεργασία

σωρηδόν (τροπικό επίρρημα)