number
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- number < (κληρονομημένο) μέση αγγλική number < αγγλονορμανδική noumbre < παλαιά γαλλική nombre < λατινική numerus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈnʌmbə/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : num‐ber
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
number | numbers |
number (en)
- (μαθηματικά) ο αριθμός, το νούμερο
- ⮡ the number three/one hundred/one thousand - ο αριθμός τρία/εκατό/χίλια
- ⮡ Arabic/Latin/Greek numbers - αραβικοί/λατινικοί/ελληνικοί αριθμοί
- ⮡ natural/whole/fractional number - φυσικός/ακέραιος/κλασματικός αριθμός
- ⮡ an odd number - περιττός/μονός αριθμός
- ⮡ an even number - άρτιος/ζυγός αριθμός
- ⮡ a real/imaginary number - πραγματικός/φανταστικός αριθμός
- ⮡ an atomic number - ατομικός αριθμός
- ⮡ The numbers from one (1) to one thousand (1000).
- Οι αριθμοί από το ένα (1) ως το χίλια (1000).
- ⮡ I add/subtract/multiply/divide numbers.
- Προσθέτω/αφαιρώ/πολλαπλασιάζω/διαιρώ αριθμούς.
- ο αριθμός, σύμβολο που διακρίνει ένα αντικείμενο από άλλα ομοειδή μιας σειράς και που συνήθως δηλώνει και τη θέση του αντικειμένου στη σειρά
- ⮡ an account/passport/identity card number - αριθμός λογαριασμού/διαβατηρίου/δελτίου ταυτότητας
- ⮡ a room/car number - αριθμός δωματίου/αυτοκινήτου
- ⮡ I live at number 10 Mitropoleos street.
- Μένω στον αριθμό 10 της οδού Mητροπόλεως.
- ⮡ Mozart’s concerto number 7 for three pianos - το κονσέρτο αριθμός 7 για τρία πιάνα του Μότσαρτ
- ο αριθμός, το νούμερο για τηλέφωνο
- ⮡ Here is my number, call me.
- Εδώ είναι ο αριθμός μου, τηλεφώνησέ μου.
- ⮡ Here is my number, call me.
- ο αριθμός, το πλήθος, μια ποσότητα ανθρώπων ή πραγμάτων
- ⮡ The number of unemployed is constantly increasing.
- Ο αριθμός των ανέργων αυξάνει συνεχώς.
- ⮡ a large/small number of visitors/tourists/dead - μεγάλος/μικρός αριθμός επισκεπτών/τουριστών/νεκρών
- ⮡ A large number of enemy aircraft was shot down.
- Καταρρίφθηκε μεγάλος αριθμός εχθρικών αεροσκαφών.
- ⮡ He has authored a number of scientific papers.
- Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.
- ⮡ The number of unemployed is constantly increasing.
- (μη μετρήσιμο, γραμματική) ο αριθμός, διαίρεση των κλιτών μερών του λόγου σε κατηγορία ανάλογα με το πλήθος των πραγμάτων ή των προσώπων που προσδιορίζουν
- ⮡ singular/plural in number - ενικός/πληθυντικός αριθμός
- ⮡ There are nouns that only appear in singular or only in plural number.
- Υπάρχουν ουσιαστικά που εμφανίζονται μόνο στον ενικό ή μόνο στον πληθυντικό αριθμό.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | number |
γ΄ ενικό ενεστώτα | numbers |
αόριστος | numbered |
παθητική μετοχή | numbered |
ενεργητική μετοχή | numbering |
number (en)
- (μεταβατικό) αριθμώ, υπ' αριθμόν, δίνω έναν αριθμό σε κάτι ως μέρος μιας σειράς ή λίστας
- ⮡ He numbered all the boxes.
- Αρίθμησε όλα τα κιβώτια.
- ⮡ All the copies are numbered.
- Όλα τα αντίτυπα είναι αριθμημένα.
- ⮡ The car numbered NAZ 4618 IX is blocking the entrance.
- Το υπ΄ αριθμόν NAZ 4618 IX αυτοκίνητο εμποδίζει την είσοδο.
- ⮡ He numbered all the boxes.
- (αμετάβατο) αριθμείται, υπολογίζω έναν συγκεκριμένο αριθμό όταν αθροίζονται
- ⮡ The protesters number in the several hundreds.
- Οι διαδηλωτές αριθμούνται σε πολλές εκατοντάδες.
- ⮡ The protesters number in the several hundreds.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) αριθμώ, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη ομάδα
- ⮡ The organization numbers thousands of members.
- Η οργάνωση αριθμεί χιλιάδες μέλη.
- ⮡ The organization numbers thousands of members.
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαnumber (en)
- συγκριτικός βαθμός του numb