number
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- number < (κληρονομημένο) μέση αγγλική number < αγγλονορμανδική noumbre < παλαιά γαλλική nombre < λατινική numerus
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈnʌmbə/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : num‐ber
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
number | numbers |
number (en)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
number (en)