number one
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnumber one (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) υπ' αριθμόν ένα, ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος, ο πιο γνωστός
- ⮡ Headaches are the number one public health problem.
- Οι κεφαλαλγίες είναι το υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο πρόβλημα υγείας.
- ⮡ Headaches are the number one public health problem.