one
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαone (en) (ονομαστική ενικού, γ' προσώπου, χωρίς γένος) αιτιατική: one, αυτοπαθής: oneself, κτητικός προσδιοριστής: one's)
- (αόριστη αντωνυμία) χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η επανάληψη ενός ουσιαστικού, όταν αναφέρομαι σε κάποιον ή κάτι που έχει ήδη αναφερθεί ή ότι το άτομο με το οποίο μιλάω γνωρίζει
- ⮡ Your question is related to the previous one.
- Το ερώτημά σου είναι συναφές με το προηγούμενο.
- ⮡ Here’s a red pencil, and a green one.
- Να ένα κόκκινο μολύβι, κι ένα πράσινο.
- ⮡ There were two new books and some old ones.
- Υπήρχαν δυο καινούρια βιβλία και μερικά παλιά.
- ⮡ Here are some English books. Which one/Which ones do you want?
- Να μερικά Αγγλικά βιβλία. Ποιο/Ποια θέλεις;
- ⮡ Old social structures must give way to new ones.
- Οι παλιές κοινωνικές δομές πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους σε νέες.
- ⮡ There are differences and obvious ones at that.
- Υπάρχουν διαφορές και μάλιστα ολοφάνερες.
- ⮡ Your question is related to the previous one.
- χρησιμοποιείται όταν προσδιορίζω το άτομο ή το πράγμα για το οποίο μιλάω
- ⮡ This one is better than that one.
- Αυτό είναι καλύτερο από εκείνο.
- ⮡ The one I have in my right hand.
- Αυτό που έχω στο δεξί μου χέρι.
- ⮡ The one in the corner.
- Εκείνο (που είναι) στη γωνία.
- ⮡ The ones you showed me yesterday.
- Εκείνα που μου έδειξες χθες.
- ⮡ This one is better than that one.
- (one of) ένας από, κάποιος από, ένα άτομο ή ένα πράγμα που ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα
- ⮡ I like one of them.
- Μου αρέσει ένα από αυτά.
- ⮡ She is one of her friends.
- Είναι μια από τις φίλες της.
- ⮡ Answer one of the two questions.
- Να απαντήσετε στο ένα από τα δύο ερωτήματα.
- ⮡ He can’t hear out of one of his ears.
- Δεν ακούει από το ένα του αυτί.
- ⮡ one of us/you/them/them - κάποιος από εμάς/εσάς/αυτούς/όλους
- ⮡ Is the book one of yours?
- Το βιβλίο είναι καποιανού από σας;
- ⮡ Do you still consider him one of your friends?
- Τον θεωρείς ακόμα φίλο σου;
- ⮡ He laid there like one of the dead.
- Ήταν ξαπλωμένος σαν (άνθρωπος) πεθαμένος.
- ⮡ I like one of them.
- ένα άτομο με το είδος που αναφέρεται
- ⮡ the little ones (the children of a family) - τα μικρά (τα παιδιά μιας οικογένειας)
- ⮡ When my loved one left…
- Όταν έφυγε η αγαπημένη μου…
- ⮡ He is a shy one.
- Είναι ντροπαλός.
- ⮡ I am not one to be frightened easily.
- Δεν είμαι άνθρωπος που τρομάζει (απ' όλους που τρομάζουν) εύκολα.
- (αόριστη ονομαστική προσωπική αντωνυμία, επίσημο) κάποιος, κανένας/κανείς (στη σημασία: κάποιος), χρησιμοποιείται για να σημαίνει τους ανθρώπους γενικά
- ⮡ One must always do one’s duty.
- Πρέπει κανείς να κάνει πάντα το καθήκον του.
- ⮡ One must always be careful.
- Πρέπει κανείς να προσέχει πάντα.
- ⮡ One could ask.
- Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει.
- ⮡ One must always do one’s duty.
- το αστείο
Παράγωγα
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαone (en)
- ένας, μια, ένα
- ⮡ one dog - ένας σκύλος
- ⮡ one chair - μια καρέκλα
- ⮡ Take one - Πάρε ένα
- ⮡ twenty one - είκοσι ένα
- ⮡ a hundred and one - εκατόν ένα
- ⮡ one Greek Time - Ώρα Ελλάδος μία
- ⮡ We will meet at one.
- Θα συναντηθούμε στη μία.
- ⮡ Book One/Chapter One - Βιβλίο πρώτο/κεφάλαιο πρώτο
- ένας, χρησιμοποιείται στην επίσημη γλώσσα ή για έμφαση πριν από εκατό, χιλιάδες, κτλ., ή πριν από μια μονάδα μέτρησης αντί για a
- ⮡ one hundred and one - εκατόν ένα
- ⮡ one hundred/one thousand/one million - εκατό/χίλια/ένα εκατομμύριο
- ⮡ He missed the world record by one second.
- Για ένα δευτερόλεπτο έχασε το παγκόσμιο ρεκόρ.
- ⮡ One Thousand and One Nights - Οι Χίλιες Μία Νύχτες
- ένας, χρησιμοποιείται για έμφαση για να σημαίνει μόνο ένα
- ⮡ There’s only one way for someone to do it.
- Υπάρχει μόνον ένας τρόπος να το κάνεις κανείς.
- ⮡ the one and only - μία και μοναδική
- ⮡ There is the one road.
- Ένας δρόμος υπάρχει.
- ⮡ There’s only one way for someone to do it.
- ο ένας, ένα άτομο ή ένα πράγμα, ειδικά όταν είναι μέρος μιας ομάδας
- ⮡ one of these books - ένα από αυτά τα βιβλία
- ⮡ They are so much alike that it is difficult to tell (the) one from the other.
- Μοιάζουν τόσο πολύ που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο.
- ένας, χρησιμοποιείται για έμφαση για να σημαίνει το πιο σημαντικό
- ⮡ His one purpose was to study them.
- Ένα σκοπό είχε, να τους σπουδάσει.
- ⮡ His one purpose was to study them.
- ένας, χρησιμοποιείται όταν μιλάω για μια στιγμή στο παρελθόν ή στο μέλλον, χωρίς να λέω πραγματικά ποια
- ⮡ one day/one night/one morning/one afternoon/one evening
- μια μέρα/μια νύχτα/ένα πρωί/ένα απόγευμα/ένα βράδυ
- ⮡ one day/one night/one morning/one afternoon/one evening
- ο ίδιος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίααγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Πηγές
επεξεργασία- one (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- one (determiner, number) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 411. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανείς
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαone (pl)