Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
possessive pronoun possessive pronouns

  Ετυμολογία επεξεργασία

possessive pronoun < → δείτε τις λέξεις possessive και pronoun

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

possessive pronoun (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία