Ετυμολογία

επεξεργασία
thou < αγγλοσαξονικά þū

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðaʊ/

  Αντωνυμία

επεξεργασία

thou (en)

  1. (αρχαϊκό) εσύ
    thou and I - εσύ κι εγώ
    thou seest - βλέπεις
  2. εσένα

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το thou χρησιμοποιείται με την αρχαϊκή μορφή του δεύτερου ενικού προσώπου των ρημάτων, μορφή η οποία λήγει συνήθως σε -est, όπως για παράδειγμα στο “Lovest thou me?”. Μεταξύ των εξαιρέσεων (ρηματικοί τύποι χωρίς s) βρίσκουμε το art (από το ρήμα be), το shalt από το ρήμα shall και το wilt (από το ρήμα will).

Δείτε επίσης

επεξεργασία