εσύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσύ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐσύ < αρχαία ελληνική σύ, με προσθήκη του ἐ- κατά τα ἐγώ, ἐμέ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈsi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σύ
Αντωνυμία
επεξεργασίαεσύ και συ (δεν προσδιορίζεται γένος)
- (προσωπική αντωνυμία) δηλώνει το β' ενικό πρόσωπο στην επικοινωνία, αυτός στον οποίο απευθύνεται κάποιος
- ↪ εσύ μίλησες;
- εσείς, εσάς/σας, σε πληθυντικό ευγενείας
- ↪ εσείς είσαστε, κύριε;
- → δείτε και τον ιδιωματικό τύπο σε αντί σου ως έμμεσο αντικείμενο
Κλίση
επεξεργασίαΠροσωπικές αντωνυμίες | |||||
---|---|---|---|---|---|
Α' πρόσωπο | Β' πρόσωπο | Γ' πρόσωπο | |||
ενικός | |||||
Πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||
ονομαστική | εγώ | εσύ | αυτός & τος | αυτή & τη | αυτό & το |
γενική | εμένα & (εμού) & μου | εσένα & σου | αυτού & του | αυτής & της | αυτού & του |
αιτιατική | εμένα & με | εσένα & σε | αυτόν & τον | αυτή(ν) & τη(ν) | αυτό & το |
κλητική | - | εσύ | - | - | - |
πληθυντικός | |||||
ονομαστική | εμείς | εσείς | αυτοί & τοι | αυτές & τες | αυτά & τα |
γενική | εμάς & μας | εσάς & σας | αυτών & τους | αυτών & τους | αυτών & τους |
αιτιατική | εμάς & μας | εσάς & σας | αυτούς & τους | αυτές & τες/τις | αυτά & τα |
κλητική | - | εσείς | - | - | - |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εσύ