du
Βρετονικά (br)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdu (br)
- το χρώμα μαύρο
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαdu (de)
Κλίση
επεξεργασίαΠροσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | ||||
ενικός | ||||||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αυτοπαθής | |||
ονομαστική | ich | du | er | sie | es | |
γενική | meiner | deiner | seiner | ihrer | seiner | |
δοτική | mir | dir | ihm | ihr | ihm | sich |
αιτιατική | mich | dich | ihn | sie | es | sich |
πληθυντικός | ||||||
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο | ένδειξη ευγένειας | αυτοπαθής | ||||
ονομαστική | wir | ihr | sie | Sie | ||
γενική | unser | euer | ihrer | Ihrer | ||
δοτική | uns | euch | ihnen | Ihnen | sich | |
αιτιατική | uns | euch | sie | Sie | sich |
Δανικά (da)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαdu (da)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαdu (eo)
Ίντο (io)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαdu (io)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαdu (no)
Ουαλικά (cy)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdu (cy)
- το χρώμα μαύρο
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαdu (sv)