er
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαer (de) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασίαΠροσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | ||||
ενικός | ||||||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αυτοπαθής | |||
ονομαστική | ich | du | er | sie | es | |
γενική | meiner | deiner | seiner | ihrer | seiner | |
δοτική | mir | dir | ihm | ihr | ihm | sich |
αιτιατική | mich | dich | ihn | sie | es | sich |
πληθυντικός | ||||||
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο | ένδειξη ευγένειας | αυτοπαθής | ||||
ονομαστική | wir | ihr | sie | Sie | ||
γενική | unser | euer | ihrer | Ihrer | ||
δοτική | uns | euch | ihnen | Ihnen | sich | |
αιτιατική | uns | euch | sie | Sie | sich |
Κορνουαλικά (kw)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαer (kw)
- ο αετός
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- er < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ار (er) < πρωτοτουρκική *ēr
Ουσιαστικό
επεξεργασίαer (tr)
- ο άντρας
- ο γενναίος άντρας, ο πολεμιστής
Σύνθετα
επεξεργασία- Erdoğan (επώνυμο)
Πηγές
επεξεργασία- er - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν