Αντωνυμία

επεξεργασία

er (de) αρσενικό

Προσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία
α' πρόσωποβ' πρόσωπογ' πρόσωπο
ενικός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαυτοπαθής
ονομαστικήichduersiees
γενικήmeinerdeinerseinerihrerseiner
δοτικήmirdirihmihrihmsich
αιτιατικήmichdichihnsieessich
πληθυντικός
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτεροένδειξη ευγένειαςαυτοπαθής
ονομαστικήwirihrsieSie
γενικήunsereuerihrerIhrer
δοτικήunseuchihnenIhnensich
αιτιατικήunseuchsieSiesich



Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

er (tr)

  1. ο άντρας
  2. ο γενναίος άντρας, ο πολεμιστής
  • er - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν