Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eːɐ̯/
 
 

  Αντωνυμία

επεξεργασία

er (de) αρσενικό

Προσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία
α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ενικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αυτοπαθής
ονομαστική ich du er sie es
γενική meiner deiner seiner ihrer seiner
δοτική mir dir ihm ihr ihm sich
αιτιατική mich dich ihn sie es sich
πληθυντικός
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο ένδειξη ευγένειας αυτοπαθής
ονομαστική wir ihr sie Sie
γενική unser euer ihrer Ihrer
δοτική uns euch ihnen Ihnen sich
αιτιατική uns euch sie Sie sich



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

er (kw)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
er < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ار (er) < πρωτοτουρκική *ēr

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

er (tr)

  1. ο άντρας
  2. ο γενναίος άντρας, ο πολεμιστής
  • er - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν