Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολεμιστής οι πολεμιστές
      γενική του πολεμιστή των πολεμιστών
    αιτιατική τον πολεμιστή τους πολεμιστές
     κλητική πολεμιστή πολεμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολεμιστής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολεμιστής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.le.miˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λε‐μι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολεμιστής (θηλυκό πολεμίστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολεμιστής οἱ πολεμισταί
      γενική τοῦ πολεμιστοῦ τῶν πολεμιστῶν
      δοτική τῷ πολεμιστ τοῖς πολεμισταῖς
    αιτιατική τὸν πολεμιστήν τοὺς πολεμιστᾱ́ς
     κλητική ! πολεμιστᾰ́ πολεμισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολεμιστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πολεμισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολεμιστής < πολεμίζω (πολέμισ-) + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολεμιστής αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία