αετός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αετός | οι | αετοί |
γενική | του | αετού | των | αετών |
αιτιατική | τον | αετό | τους | αετούς |
κλητική | αετέ | αετοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αετός < αρχαία ελληνική ἀετός και αἱετός < ἀίσσω (ορμώ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αετός αρσενικό (θηλυκό: αετίνα)
- (ορνιθολογία) αρπακτικό πουλί
- (μεταφορικά) έξυπνος και πολυμήχανος άνθρωπος
- (ιχθυολογία) μεγάλο σαλάχι που ανήκει στην οικογένεια των Μυλιοβατιδών
- ο χαρταετός
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- αϊτός (για το πουλί και τη μεταφορική σημασία)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αετός (πτηνό) στη Βικιπαίδεια
- αετός (ψάρι) στη Βικιπαίδεια
- χαρταετός στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρπακτικό πουλί