σαρδηνιακά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σαρδηνιακά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σαρδηνιακός στον πληθυντικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σαρδηνιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) τη λατινική γλώσσα που μιλιέται στη Σαρδηνία. Είναι αναγνωρισμένη ως επίσημη τοπική γλώσσα.
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- κωδικός ISO: sc