αετομάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αετομάτης | η | αετομάτα | το | αετομάτικο |
γενική | του | αετομάτη | της | αετομάτας | του | αετομάτικου |
αιτιατική | τον | αετομάτη | την | αετομάτα | το | αετομάτικο |
κλητική | αετομάτη | αετομάτα | αετομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αετομάτηδες | οι | αετομάτες | τα | αετομάτικα |
γενική | των | αετομάτηδων | — | των | αετομάτικων | |
αιτιατική | τους | αετομάτηδες | τις | αετομάτες | τα | αετομάτικα |
κλητική | αετομάτηδες | αετομάτες | αετομάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααετομάτης, -α/-ισσα, -ικο
- που έχει εξαιρετική όραση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αετομάτης
|