όραση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όραση | οι | οράσεις |
γενική | της | όρασης* | των | οράσεων |
αιτιατική | την | όραση | τις | οράσεις |
κλητική | όραση | οράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- όραση < ὁράω-ὁρῶ
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
όραση θηλυκό
- μία από τις πέντε αισθήσεις· η ικανότητα ενός οργανισμού να προσλαμβάνει με τα μάτια οπτικά ερεθίσματα και να σχηματίζει οπτικές αναπαραστάσεις της εξωτερικής πραγματικότητας.