Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sight sights

sight (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η όραση, η ικανότητα να βλέπω
    ⮡  I lost my sight.
    Έχασα την όραση μου.
     συνώνυμα: vision
  2. (μη μετρήσιμο) η θέα, το αντίκρισμα, η ενέργεια του να βλέπω κάτι
    ⮡  I felt shocked at the sight of his blood.
    Αισθάνθηκα σοκαρισμένος στη θέα του αίματος.
    ⮡  At the sight of the Parthenon I felt…
    Στη θέα του Παρθενώνα ένιωσα…
    ⮡  At the sight of blood she fainted.
    Στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε.
  3. το θέαμα, κάτι που βλέπω ή μπορώ να δω
    ⮡  The colorful fireworks offered a magical sight.
    Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.
  4. αυτό που αξίζει να το δεις· (στον πληθυντικό) τα αξιοθέατα
    we're going to see the sights of the area tomorrow
  5. η ματιά

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας sight
γ΄ ενικό ενεστώτα sights
αόριστος sighted
παθητική μετοχή sighted
ενεργητική μετοχή sighting

sight (en) (επίσημο)

  • βλέπω, ξαφνικά βλέπω κάτι, ειδικά κάτι που έψαχνα
    ⮡  I sighted the coast from the ship.
    Είδα την ακτή από το πλοίο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη see