Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sight sights

sight (en)

  1. η όραση, η ικανότητα να βλέπεις
    he lost his sight after this terrible accident
  2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα, το θέαμα
  3. αυτό που αξίζει να το δεις· (στον πληθυντικό) τα αξιοθέατα
    we're going to see the sights of the area tomorrow
  4. η ματιά
  5. το αντίκρισμα
    At the sight of blood she fainted.
    Στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε.

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας sight
γ΄ ενικό ενεστώτα sights
αόριστος sighted
παθητική μετοχή sighted
ενεργητική μετοχή sighting

sight (en)

  • βλέπω
    I sighted the coast from the ship.
    Είδα την ακτή από το πλοίο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη see

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. αντίκρισμα. ISBN 9780194325684. , λήμμα: 78